καθόσον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 1289] d. i. καθ' ὅσον, insoweit, besser getrennt geschrieben.
French (Bailly abrégé)
sub.
autant que, en tant que.
Étymologie: = καθ' ὅσον.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθόσον: (= καθ᾽ ὅσον) adv. поскольку Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
καθόσον: ἀντὶ καθ’ ὅσον, Θουκ. 6. 88, κτλ. - Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.
Greek Monolingual
και καθόσο (Α καθόσον)
στο μέτρο που..., σύμφωνα με όσα..., από όσο... («καθόσον γνωρίζω, δεν θα έρθει ξανά»)
νεοελλ.
(αδοκίμως) επειδή, διότι («δεν εργάζεται, καθόσον είναι άρρωστος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ὅσον (ενν. μέρος) < κατά + αναφ. αντων. ὅσος, ὅση, ὅσον].
Greek Monotonic
καθόσον: αντί καθ' ὅσον, σε ό,τι αφορά, αναφορικά, σε σχέση με, σε Θουκ.
Middle Liddell
for καθ' ὅσον in so far as, inasmuch as, Thuc.