καινοποίησις
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, die Erneuerung, Wiedergeburt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
καινοποίησις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, ἀναγέννησις, Ἀθαν. τ. 1. σ. 497.
Greek Monolingual
καινοποίησις, ἡ (Α) καινοποιώ
ανακαίνιση, αναγέννηση.