καινοποίησις

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, die Erneuerung, Wiedergeburt, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

καινοποίησις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, ἀναγέννησις, Ἀθαν. τ. 1. σ. 497.

Greek Monolingual

καινοποίησις, ἡ (Α) καινοποιώ
ανακαίνιση, αναγέννηση.