κακοτυχώ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

(Α κακοτυχῶ, -έω) κακοτυχής
είμαι κακότυχος
νεοελλ.
πέφτω σε δυσχέρειες, δυστυχώ
αρχ.
αστρολ. (για αστέρες) κατέχω τη θέση που ονομάζεται κακή τύχη, βρίσκομαι στην περιοχή της κακής τύχης.