κακοφορμίζω

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου»)
2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) «ερεθίζω, μολύνω ένα τραύμα»].