καλαθοποιός

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθοποιός Medium diacritics: καλαθοποιός Low diacritics: καλαθοποιός Capitals: ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kalathopoiós Transliteration B: kalathopoios Transliteration C: kalathopoios Beta Code: kalaqopoio/s

English (LSJ)

καλαθοποιόν, making baskets, A.D.Adv.189.7.

German (Pape)

[Seite 1306] korbmachend, Apoll. Dysc. in B. A. 602.

Greek Monolingual

ο
αυτός που κατασκευάζει καλάθια ή άλλα πλεκτά είδη από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς, ή από καλάμι ή χόρτο.