καλαθοφόρος

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που κρατά καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αρματοφόρος, αχθοφόρος.