καματηδόν

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰτηδόν Medium diacritics: καματηδόν Low diacritics: καματηδόν Capitals: ΚΑΜΑΤΗΔΟΝ
Transliteration A: kamatēdón Transliteration B: kamatēdon Transliteration C: kamatidon Beta Code: kamathdo/n

English (LSJ)

Adv. laboriously, Man.4.622.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, Man. 4, 622.

Greek (Liddell-Scott)

καματηδόν: Ἐπίρρ. (κάματος) μετὰ καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.

Greek Monolingual

καματηδὸν (Μ)
επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, στιχηδόν)].