στιχηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv. in rows, Hdn.4.9.5, Sch.D.T.p.192 H.
German (Pape)
[Seite 944] adv., reihenweise, Hdn. 4, 9, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχηδόν: κατὰ σειρὰς ἢ γραμμάς, ἐπὶ στίχων, «ἀραδιαστά», Ἡρῳδιαν. 4. 9, Α. Β. 784· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά στίχους, κατά σειρά, αραδιαστά («στιχηδὸν τοὺς νεανίας διαστῆναι», Ηρωδιαν.)
αρχ.
1. (σχετικά με χειρόγραφο) σε στίχους, σε γραμμές («στιχηδὸν γεγραμμένα», Σχόλ. Διον. Θρ.)
2. φρ. «ἐπιγραφὴ στιχηδὸν» — επιγραφή της οποίας τα γράμματα είναι χαραγμένα σε οριζόντιους και κάθετους στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].