καμηλοτρόφος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλοτρόφος Medium diacritics: καμηλοτρόφος Low diacritics: καμηλοτρόφος Capitals: ΚΑΜΗΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kamēlotróphos Transliteration B: kamēlotrophos Transliteration C: kamilotrofos Beta Code: kamhlotro/fos

English (LSJ)

ὁ, camel-keeper, BGU607.12 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

καμηλοτρόφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος].