κανονογραφία
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἡ, construction of astronomical tables, Ptol.Alm. 2.9, Vett.Val.336.12:—also κανονοποιΐα, ἡ, Ptol.Alm.3.1, TheoninPtol. Alm.p.109H., Vett.Val.353.14.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, das Schreiben, Anfertigen astronomischer Tafeln, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνονογραφία: ἡ, τὸ γράφειν ἀστρονομικοὺς πίνακας, Πτολεμ. Μεγαλ. Συντ. Ἀστρ. τ. 1, σ. 109, 6 Halm. 2) τὸ γράφειν κανόνας, Σύγκελλ. 223, 20.
Greek Monolingual
η (Α κανονογραφία) νεοελλ. η σύνθεση κανόνων στην εκκλησιαστική ποίηση
αρχ.
η κατάρτιση αστρονομικών πινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + -γραφία (< -γράφος)].