καρανιστής

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστής: οῦ adj. m Eur. = καρανιστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.

Greek Monolingual

(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]