καρτός

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτός Medium diacritics: καρτός Low diacritics: καρτός Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kartós Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: karto/s

English (LSJ)

καρτή, καρτόν, (κείρω)
A shorn smooth, opp. rough, of cloths, IG22.1514.40.
II chopped, sliced, especially of the leaves of the leek, πράσον κ. Dsc.2.149, Eup.2.123; also κ. κρόμμυα Gal.10.815; τὸ κ. abs., Gp.2.6.32. (On the accent v. Hdn.Gr.1.216.)

Greek (Liddell-Scott)

καρτός: -ή, -όν, (κείρω) κεκαρμένος, λεῖος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τραχύς, ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. κρόμμυον, Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32.

Greek Monolingual

καρτός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια
2. ο κομμένος σε τεμάχια
αρχ.
ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρ-τός (< θ. καρ-, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας κερ- του κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-κάρ-ην) + κατάλ. -τός (πρβλ. θαυμαστός, κλυτός)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of onion, garlic (πράσον, κρόμμυον) cut, τὸ καρτόν chive (Dsc., Gal., Gp.); also of clothes, (finely) cut? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί κεκουρευμένοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Verbal adjective of κείρω (s. v.); but no form *καρτος is known. For the connection with onion cf. NHG Schnittlauch (chive) and Knoblauch (garlic), from OHG klobo-louh to OE clufu onion and OHG klioban klieben, split; Lat. sectīle porrum chive. So the etym. remains uncertain.

Frisk Etymology German

καρτός: {kartós}
Meaning: Beiwort der Zwiebel, des Lauches (πράσον, κρόμμυον) geschnitten, τὸ καρτόν Schnittlauch (Dsk., Gal., Gp.); auch von Kleidern, etwa ‘(fein) geschnitten’? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί· κεκουρευμένοι H.
Etymology: Verbaladjektiv von κείρω (s. d.); wegen der Beziehung auf die Zwiebel vgl. nhd. Schnittlauch und Knoblauch, aus ahd. klobo-louh zu ags. clufu Zwiebel und ahd. kliobanklieben, spalten’; lat. sectīle porrum Schnittlauch.
Page 1,794