κατάλευκος
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
German (Pape)
[Seite 1360] weiß, weiß angestrichen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλευκος: -η, -ον, λίαν λευκός, λευκότατος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κατάλευκος, -η, -ον)
τελείως λευκός, κάτασπρος.