Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάλευκος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

German (Pape)

[Seite 1360] weiß, weiß angestrichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλευκος: -η, -ον, λίαν λευκός, λευκότατος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατάλευκος, -η, -ον)
τελείως λευκός, κάτασπρος.