κατάπληξη
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
η (Α κατάπληξις) καταπλήσσω
έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός
αρχ.
1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῦ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.)
2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα
3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη.