κατάπρεμνος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπρεμνος Medium diacritics: κατάπρεμνος Low diacritics: κατάπρεμνος Capitals: ΚΑΤΑΠΡΕΜΝΟΣ
Transliteration A: katápremnos Transliteration B: katapremnos Transliteration C: katapremnos Beta Code: kata/premnos

English (LSJ)

κατάπρεμνον, with many branches, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1372] mit vielen Stämmen, Hesych. erkl. κατάκλαδος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπρεμνος: -ον, πλήρης κλάδων, κατάκλαδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατάπρεμνος, -ον (Α)
γεμάτος κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτόπρεμνος, υπόπρεμνος].