κατάρροια

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρροια Medium diacritics: κατάρροια Low diacritics: κατάρροια Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΙΑ
Transliteration A: katárroia Transliteration B: katarroia Transliteration C: katarroia Beta Code: kata/rroia

English (LSJ)

ἡ, = καταρροή (flowing down, running down, defluxion), Aq. Ps. 77 (78).44. = κατάρροος II, Arr. Epict. 1.26.16, Plu. 2.128a, prob. in Cass.Fel. 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.

German (Pape)

ἡ, = κατάρροος, Plut. san.tuend. p. 385.

Russian (Dvoretsky)

κατάρροια: ἡ мед. истечение, катар Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.

Greek Monolingual

κατάρροια, ἡ (Α)
1. η ροή προς τα κάτω
2. το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διάρροια, παλίρροια].