κατέσκληκα
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
v. κατασκέλλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.