καταβατέον

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτέον Medium diacritics: καταβατέον Low diacritics: καταβατέον Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΕΟΝ
Transliteration A: katabatéon Transliteration B: katabateon Transliteration C: katavateon Beta Code: katabate/on

English (LSJ)

(καταβαίνω) one must descend, Ar.Lys.884, Pl.R. 520c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβατέον, adj. verb. van καταβαίνω, men moet afdalen.

Russian (Dvoretsky)

καταβᾰτέον: adj. verb. к καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταβαίνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 884, Πλάτ. Πολ. 520C· ἴδε ἐν λ. καταβαίνω Ι. 4.

Greek Monotonic

καταβᾰτέον: ρημ. επίθ. του καταβαίνω·
I. αυτό που πρέπει να κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ.