καταβατέον
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
(καταβαίνω) one must descend, Ar.Lys.884, Pl.R. 520c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβατέον, adj. verb. van καταβαίνω, men moet afdalen.
Russian (Dvoretsky)
καταβᾰτέον: adj. verb. к καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταβαίνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 884, Πλάτ. Πολ. 520C· ἴδε ἐν λ. καταβαίνω Ι. 4.
Greek Monotonic
καταβᾰτέον: ρημ. επίθ. του καταβαίνω·
I. αυτό που πρέπει να κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ.