κατακοιμιστής
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
κατακοιμιστοῦ, ὁ, one who puts to bed, chamberlain, D.S.11.69, Ph.2.571, Plu.2.173e, Jul. ad Ath.272d, prob. in Ephor.191.131J.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, der in Schlaf Bringende, der Kammerdiener, D. Sic. 11, 69, wie bei Plut. reg, apophth. p. 85 am Hofe der asiatischen Könige.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
valet de chambre.
Étymologie: κατακοιμίζω.
Russian (Dvoretsky)
κατακοιμιστής: οῦ ὁ слуга, служитель (преимущ. при дворах азиатских царей) Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὅστις βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, θαλαμηπόλος, τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. κοιτωνίτης.
Greek Monolingual
κατακοιμιστής, ὁ (Α) κατακοιμίζω
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.