κατακρανία
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
ἡ, an affection of the head, Hippiatr.103.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, Kopfkrankheit bei den Pferden, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρᾱνία: ἡ, πάθημα, νόσος τῆς κεφαλῆς τῶν ἵππων, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
η (Μ κατακρανία)
εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετεροκρανία, ημικρανία.