καταλῃτουργέω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
Attic for καταλειτουργέω.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταλειτουργέω.
Russian (Dvoretsky)
καταλῃτουργέω: атт. = καταλειτουργέω.