καταμάττομαι
From LSJ
English (LSJ)
v. καταματτεύομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταμάσσομαι.
Greek Monolingual
καταμάττομαι (Α)
βλ. καταματεύομαι.
Full diacritics: καταμάττομαι | Medium diacritics: καταμάττομαι | Low diacritics: καταμάττομαι | Capitals: ΚΑΤΑΜΑΤΤΟΜΑΙ |
Transliteration A: katamáttomai | Transliteration B: katamattomai | Transliteration C: katamattomai | Beta Code: katama/ttomai |
v. καταματτεύομαι.
att. c. καταμάσσομαι.
καταμάττομαι (Α)
βλ. καταματεύομαι.