καταράκτης

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταράκτης Medium diacritics: καταράκτης Low diacritics: καταράκτης Capitals: ΚΑΤΑΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: kataráktēs Transliteration B: kataraktēs Transliteration C: kataraktis Beta Code: katara/kths

English (LSJ)

v. καταρράκτης.

German (Pape)

v.l. für καταρράκτης.

Russian (Dvoretsky)

καταράκτης: = καταρράκτης I.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.

Greek Monolingual

καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.