κατασπασμικός

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπασμικός Medium diacritics: κατασπασμικός Low diacritics: κατασπασμικός Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: kataspasmikós Transliteration B: kataspasmikos Transliteration C: kataspasmikos Beta Code: kataspasmiko/s

English (LSJ)

κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, curing depression (κατασπασμός), POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.