καταχραίνομαι

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

French (Bailly abrégé)

barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.

Greek Monotonic

καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.

German (Pape)

besprengen, Leon.Tar. (VII.657) γάλακτι.

Russian (Dvoretsky)

καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).

Middle Liddell

Dep. to besprinkle, Anth.