καταχωνιάζω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

1. χώνω βαθιά, κατακαλύπτω με χώμα, θάβω
2. κρύβω, εξαφανίζω («πού το καταχώνιασες πάλι το βιβλίο μου;»)
3. καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταχώνω κατά τα ρ. σε -ιάζω, κατά το σχήμα πληγ-ώνω: πληγ-ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < κατ(α)- + χώνη «χοάνη» + κατάλ. -ιάζω].