κατεστράφατο

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεστράφατο Medium diacritics: κατεστράφατο Low diacritics: κατεστράφατο Capitals: ΚΑΤΕΣΤΡΑΦΑΤΟ
Transliteration A: katestráphato Transliteration B: katestraphato Transliteration C: katestrafato Beta Code: katestra/fato

English (LSJ)

v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

κατεστράφατο: ион. 3 л. pl. ppf. pass. к καταστρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω

Greek Monotonic

κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.