κατευμεγεθώ
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
κατευμεγεθῶ, -έω (AM)
1. είμαι ισχυρότερος, επικρατώ κατά το μέγεθος ή κατά τη δύναμη
2. καταδυναστεύω, νικώ
αρχ.
1. καταπνίγω, καταπιέζω, καταστέλλω
2. κερδίζω, αποκτώ, επιτυγχάνω
3. συμπληρώνω, τελειώνω, κατορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐμεγεθῶ (< εὐμεγέθης)].