κατώρυχος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, apptly. a nickname, Inscr.Prien.313.720.
II κατώρυχος, ον, = κατῶρυξ II.1, βελοστάσεις interpol. in Ph.Bel.82.9.
Greek Monolingual
κατώρυχος, -ον (Α)
1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος
3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα
4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός τ. τών κατῶρυξ, κατωρυχής.