καύσος

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ καῡσος) καίω
1. μεγάλη ζέστη, κάψα, καύσωνας
2. η θερμότητα από τον πυρετό.
3. ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας Viperidae
νεοελλ.
(παθολ.) δυσάρεστο αίσθημα θερμότητας, που προκαλεί πύρωση και αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, καούρα
αρχ.
1. χολώδης διαλείπων πυρετός, ενδημικός στην Ανατολή («πυρέσσουσι καύσῳ», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ηφαιστειώδης χώρα.
(II)
καῡσος, τὸ (Α)
μεγάλη ηλιακή θερμότητα, καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῡσος, , με αλλαγή γένους].