καύσωμα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύσωμα Medium diacritics: καύσωμα Low diacritics: καύσωμα Capitals: ΚΑΥΣΩΜΑ
Transliteration A: kaúsōma Transliteration B: kausōma Transliteration C: kaysoma Beta Code: kau/swma

English (LSJ)

-ατος, τό, = πύρωσις, Gal.19.110.

German (Pape)

[Seite 1408] τό, = καῦμα, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

καύσωμα: τό, = καῦμα, καῦσος, θερμότης ἰσχυρά, πύρωσις, Γαλην.

Greek Monolingual

καύσωμα, τὸ (Α) καυσώ
ισχυρή θερμότητα, πύρωση, καύμα.