Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: καύσωμα | Medium diacritics: καύσωμα | Low diacritics: καύσωμα | Capitals: ΚΑΥΣΩΜΑ |
Transliteration A: kaúsōma | Transliteration B: kausōma | Transliteration C: kaysoma | Beta Code: kau/swma |
-ατος, τό, = πύρωσις, Gal.19.110.
[Seite 1408] τό, = καῦμα, Galen.
καύσωμα: τό, = καῦμα, καῦσος, θερμότης ἰσχυρά, πύρωσις, Γαλην.
καύσωμα, τὸ (Α) καυσώ
ισχυρή θερμότητα, πύρωση, καύμα.