καῦσος
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
(A), ὁ,
A causus, i.e. bilious remittent fever (the endemic fever of the Levant), Hp.VM17 (pl.), Aph.3.21 (pl.), Arist.Pr.861b34, 862a2; πυρέττειν καύσῳ Id.Metaph.981a12; καῦσος στομάχου = heartburn, pyrosis Dsc. 1.43, al.: generally, fever, heat, Nic.Th.338.
II in plural, lands fertilized by burning brushwood, etc., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4.
καῦσος (B), εος, τό,
A = καῦμα 1, Procl.Par.Ptol.41, 81.
German (Pape)
[Seite 1408] ὁ, auch τὸ καῦσος, Procl., brennende Hitze, Sp.; Fieberhitze, Hippocr. u. a. Medic.; καύσῳ πυρέττειν Arist. metaph. 1, 1. – Eine Schlange, sonst διψάς genannt, deren Biß heftigen Durst erregte, Nic. Th. 338. – Verbranntes Erdreich, Hesych.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
chaleur excessive :
1 fièvre ardente endémique (causus);
2 serpent dont la morsure cause une soif ardente.
Étymologie: καίω.
2ους (τό) :
fièvre ardente (causus).
Étymologie: καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καῦσος -ου, ὁ [κάω] hoge koorts. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καῦσος: ὁ жар, лихорадка: οἱ πυρέττοντες καύσῳ Arst. лихорадящие больные.
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ καῡσος) καίω
1. μεγάλη ζέστη, κάψα, καύσωνας
2. η θερμότητα από τον πυρετό.
3. ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας Viperidae
νεοελλ.
(παθολ.) δυσάρεστο αίσθημα θερμότητας, που προκαλεί πύρωση και αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, καούρα
αρχ.
1. χολώδης διαλείπων πυρετός, ενδημικός στην Ανατολή («πυρέσσουσι καύσῳ», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ηφαιστειώδης χώρα.
(II)
καῡσος, τὸ (Α)
μεγάλη ηλιακή θερμότητα, καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῡσος, ὁ, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
καῦσος: ὁ, = καῦμα, φλογερή θερμότητα.
Greek (Liddell-Scott)
καῦσος: ὁ, = καῦμα, θερμότης φλογερά, Διοσκ.· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡσαύτως, καῦσος, τό, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. ΙΙ. causus, δηλ. διαλείπων πυρετὸς μετὰ χολῆς (ὁ ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐνδημικὸς πυρετός), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, 3 καὶ 4· πυρέττειν καύσῳ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6. ΙΙΙ. εἶδος ὄφεως· ἀλλαχοῦ, διψάς, ἐκ τῆς θέρμης καὶ τῆς δίψης, τὰ ὁποῖα τὸ δῆγμά του προξενεῖ, Νικ. Θηρ. 338. IV. ἡφαιστειώδης χώρα, Ἡσύχ.