κερδαλεότης
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
German (Pape)
[Seite 1423] ητος, ἡ, = κερδοσύνη, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κερδᾰλεότης: -ητος, ὁ, πανουργία, δολιότης, Εὐστ. Πονημ 68. 10.
Greek Monolingual
κερδαλεότης, -ητος, ἡ (Μ) κερδαλέος
πανουργία, δολιότητα.