κεφαλόβρυση

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

η
κεντρική πηγή απ' όπου ρέει άφθονο νερό, νερομάνα, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρυση (< βρύση), πρβλ. κρυσταλλόβρυση].