κηρεσσιφόρητος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρεσσῐφόρητος Medium diacritics: κηρεσσιφόρητος Low diacritics: κηρεσσιφόρητος Capitals: ΚΗΡΕΣΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kēressiphórētos Transliteration B: kēressiphorētos Transliteration C: kiressiforitos Beta Code: khressifo/rhtos

English (LSJ)

κηρεσσιφόρητον, urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσιφόρητος, ποταμοφόρητος].

German (Pape)

κύνες, von den Keren angehetzt, Il. 8.527, wo ein Interpolator erklärend hinzusetzt οὓς Κῆρες φορέουσι.

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.