κιλλακτήρ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλακτήρ Medium diacritics: κιλλακτήρ Low diacritics: κιλλακτήρ Capitals: ΚΙΛΛΑΚΤΗΡ
Transliteration A: killaktḗr Transliteration B: killaktēr Transliteration C: killaktir Beta Code: killakth/r

English (LSJ)

κιλλακτῆρος, ὁ, ass-driver, Dor. word, Poll.7.56,185.

German (Pape)

[Seite 1438] ῆρος, ὁ, Eseltreiber, Poll. 7, 185, dor.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὀνηλάτης, λέξις Δωρική, Πολυδ. Ζ΄, 56. 185.

Greek Monolingual

κιλλακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ο οδηγός όνου, ο ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + -ακτήρ (< ακ [< αγ- θ. του ἄγω] + επίθημα -τηρ), πρβλ. επακτήρ, συνακτηρ].