κινητήρ
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
κινητῆρος, ὁ, = κινητής, γαίης, γᾶς, h.Hom.22.2, Pi. I.4(3).19.
German (Pape)
[Seite 1440] ῆρος, ὁ, = κινητής; γαίης H. h. 21, 2, Poseidon; Pind. I. 3, 37.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινητήρ -ῆρος, ὁ [κινέω] beweger.
Russian (Dvoretsky)
κῑνητήρ: ῆρος ὁ потрясатель, колебатель (γαίης HH, Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κῑνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κινητής, Ὁμ. Ὕμν. 21. 2, Πινδ. Ι. 4. 32 (3. 37).
English (Slater)
κῑνητήρ mover ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων sc. Poseidon (I. 4.19)
Greek Monotonic
κῑνητήρ: -ῆρος, ὁ = κινητής, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
Middle Liddell
κῑνητήρ, ῆρος, = κινητής, Hhymn., Pind.]