κλείσιμο
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
το κλείνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο της πόρτας»)
2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή»)
3. διακοπή λειτουργίας ή επικοινωνίας (α. «το κλείσιμο τών καταστημάτων» β. «το κλείσιμο τών συνόρων»)
3. φρ. α) «κλείσιμο λογαριασμού» — εκκαθάριση του πιστωτικού ή χρεωστικού υπολοίπου λογαριασμού
β) «κλείσιμο βιβλίων» — η κατά ορισμένες περιόδους εκκαθάριση λογαριασμών και η συνόψιση τών υπολοίπων για σύνταξη ισολογισμού
γ) «κλείσιμο συμφωνίας» — οριστική σύναψη συμφωνίας
δ) «κλείσιμο πληγής» — επούλωση πληγής.