κνηκάνθιον

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκάνθιον Medium diacritics: κνηκάνθιον Low diacritics: κνηκάνθιον Capitals: ΚΝΗΚΑΝΘΙΟΝ
Transliteration A: knēkánthion Transliteration B: knēkanthion Transliteration C: knikanthion Beta Code: knhka/nqion

English (LSJ)

τό, = κνῆκος, Ps.-Democr.ap Zos.Alch.p.160B.

Greek Monolingual

κνηκάνθιον, τὸ (Α)
το φυτό κνήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοινάνθιον, φυλλάνθιον].