κνῆμα

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆμα Medium diacritics: κνῆμα Low diacritics: κνήμα Capitals: ΚΝΗΜΑ
Transliteration A: knē̂ma Transliteration B: knēma Transliteration C: knima Beta Code: knh=ma

English (LSJ)

v. κνῆσμα.

German (Pape)

[Seite 1460] τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆμα: τό, (κνάω) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.

Greek Monolingual

κνῆμα, τὸ (Α)
κνήσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα].