κοιλοκρόταφος
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
κοιλοκρόταφον, with hollow temples, Aret.SD2.7.
German (Pape)
[Seite 1466] mit hohlen Schläfen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλοκρότᾰφος: -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.
Greek Monolingual
κοιλοκρόταφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχοκρόταφος, πολιοκρόταφος.