κοιλόφωνος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόφωνος Medium diacritics: κοιλόφωνος Low diacritics: κοιλόφωνος Capitals: ΚΟΙΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: koilóphōnos Transliteration B: koilophōnos Transliteration C: koilofonos Beta Code: koilo/fwnos

English (LSJ)

κοιλόφωνον, hollow-voiced, Hsch. s.v. ληκυθιστής. Adv. κοιλοφώνως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.

German (Pape)

[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.

Greek Monolingual

κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, μεσόφωνος].