κοινέγχυμα

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

το
βιολ. μεσογλοιακή μάζα, συμπαγής ή πορώδης, γεμάτη σκελετικές βελόνες, που είναι κοινή στα αλκυονίδια και μέσα στην οποία τα ζωίδια επικοινωνούν μεταξύ τους με τους ενδοδερμικούς σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenenchyma < coen- (πρβλ. κοινός) + -enchyma (πρβλ. έγχυμα)].