κοινοβούλιο
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
το (Α κοινοβούλιον) κοινόβουλος
νεοελλ.
1. το ανώτατο αντιπροσωπευτικό όργανο σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα νομοθετικό σώμα, τη βουλή, ή από δύο νομοθετικά σώματα, τη βουλή και τη γερουσία ή την άνω και κάτω βουλή ή τη βουλή τών κοινοτήτων και τη βουλή τών λόρδων κ.λπ.
2. το σύνολο τών βουλευτών, η βουλή
3. το κτήριο όπου συνεδριάζει η βουλή
4. η κοινή συνεδρία τών νομοθετικών σωμάτων
αρχ.
1. διάσκεψη, συνεδρίαση, σύσκεψη, συνέδριο
2. τόπος συνεδριάσεων.