κοινωνικοποίηση

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. (ψυχολ.) α) η διαδικασία με την οποία ένα άτομο εντάσσεται και ενσωματώνεται στο κοινωνικό σύνολο
β) η εξελικτική διαδικασία με την οποία το άτομο αποκτά πρότυπα συμπεριφοράς, σύμφωνα με την ηλικία, το φύλο κ.λπ., κατά τα κριτήρια που παραδέχονται η οικογένειά του και οι κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλες ομάδες στις οποίες μετέχει ως μέλος μιας κοινωνίας
2. (οικον.) η μετατροπή τών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής καθώς και τών φυσικών πόρων από αγαθά ατομικής ιδιοκτησίας σε αγαθά κοινωνικής ιδιοκτησίας, σε αγαθά του κοινωνικού συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικοποιῶ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialization].