κολύμβηση

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

η (AM κολύμβησις) κολυμβώ
η ψυχαγωγική και αθλητική δραστηριότητα η οποία οφείλεται στη φυσική πλευστότητα του σώματος και κατά την οποία το σώμα προωθείται μέσα στο νερό με συνδυασμό κινήσεων τών χεριών και τών ποδιών, το κολύμπικάθε καλοκαίρι στο νησί γίνονται αγώνες κολύμβησης»)
νεοελλ.
ζωολ. ενεργός προώθηση τών ζώων μέσα στο νερό ή στην επιφάνειά του.