κορακούδι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
κορακούδι, τὸ (Μ)
μικρός κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελούδι, μαθητούδι)].