κορδάτος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
-η, -ο
κόρδα
(για πολτώδες γλύκισμα) αυτό που κατά τη ροή του έχει δέσει αρκετά, που η ροή του μοιάζει με κορδόνι.