ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Full diacritics: κοττάνα | Medium diacritics: κοττάνα | Low diacritics: κοττάνα | Capitals: ΚΟΤΤΑΝΑ |
Transliteration A: kottána | Transliteration B: kottana | Transliteration C: kottana | Beta Code: kotta/na |
κοττάνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) παρθένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κόττανον και με εβρ. τ. qātōn + θηλ. qetannā «μικρή, νέα, ανήλικο κορίτσι»].