κουβάλημα
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
το (Μ κουβάλισμα)
1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση
2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής
3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση ονομάτων σε -ισμα].